15.11.06

Η γιαγιά, η κερασιά, τ'αστέρι...

"Η γιαγιά! Μια ξεραμένη ψηλή γυναίκα μ'ένα μαύρο μαντήλι δεμένο πάντα στο κεφάλι και λίγα λουλούδια χαμομηλιού φυτρωμένα στις άκριες των χειλιών της.
Η γιαγιά η Δέσποινα! Ένα ήμερο πλατύ ποτάμι, που κυλούσε χρόνια και χρόνια ανάμεσα στα καπνοχώραφα. Κυλούσε... Και παράσερνε στο διάβα του, ξερά κλαδιά, σάπια όνειρα, πνιγμένους πόθους και λαχτάρες. Κυλούσε... Χωρίς διαμαρτυρίες και παράπονα."


Η γιαγιά η Δέσποινα - όπως τη ζωντανεύει η Αλκυόνη Παπαδάκη στο "Χρώμα του Φεγγαριού" - με ταξίδεψε λοιπόν τις προάλλες, μια από εκείνες τις μέρες που το μυαλό αρνείται να συνεργαστεί και να εργαστεί... Και τη θυμήθηκα απόψε και είπα να της δώσω εδώ λίγο χώρο. Εξ ου και τα δύο σύντομα αποσπάσματα.

"Ήτανε εκείνο το δέντρο στα σύνορα του καπνοχώραφου, η κερασιά. Ήτανε κι ένα αστέρι που τρεμόσβηνε στο ματοτσίνορο τ' ουρανού.
Μια ξάστερη νύχτα του Μάρτη, η κερασιά ένιωσε φόβο. Άπλωσε τα κλαδιά της στον ουρανό κι αναστέναξε βαθιά. Τ' αστέρι την κοίταξε στα μάτια και της χαμογέλασε. Κι όλες οι νεραίδες και τα ξωτικά πιαστήκανε από τη φούστα της νύχτας και χορεύανε. Κι όλοι οι βοριάδες κι οι νοτιάδες πήρανε φυσαρμόνικες και τραγουδούσανε. Όλοι οι βοριάδες κι οι νοτιάδες, κι οι ζέφυροι κι οι γαρμπήδες, με μάγουλα ολοκόκκινα από το πιοτό, πιάνανε τη νύχτα από τα μαλλιά και τη φιλούσανε στο στόμα. Και κράτησε το γλέντι ως το ξημέρωμα, ώσπου φάνηκε ο Αυγερινός. Κι έκλεισε τη ρουγόπορτα τ' ουρανού."